Eπικοινωνία Βοήθεια Πληροφορίες  
Home Economy    Search   Society   Sociology    eLerning   CodeLibrary   Education   Include   Policy   Help          

H Δευτέρα Παρουσία (I. Μ. Αγίου Στεφάνου Μετεώρων )
H Θέση της Ορθόδοξης Δογματικής διδασκαλίας είναι πως ο παράδεισος και η κόλαση δεν είναι δύο περιορισμένοι τόποι όπου οι μεν δίκαιοι αμείβονται και οι δε άδικοι τιμωρούνται μετά θάνατον, oύτε η κόλαση είναι περιοχή κτιστών βασάνων. Ο παράδεισος και οι κόλαση είναι καταστάσεις και μορφές σχέσεως με τον ζωοδότη Θεό.
Αρμόζει να διευκρινίσουμε πως μία είναι η ενέργεια του Θεού, όπως μία είναι η ουσία και η βούληση Του. Αυτή η μία δημιουργική και αναδημιουργική ενέργεια πληθύνεται λόγω της πολλαπλότητας των κτιστών ενεργημάτων.
Έτσι εξαιτίας της διαφορετικής δεκτικότητας, πίστης και της διαφορετικής αντιληπτικής ικανότητας των ελλόγων όντων, την μία ενέργεια αυτή άλλοι την αντιλαμβάνονται ως αγάπη, έλεος, τιμωρία, δικαιοσύνη, μίσος.
Στην ουσία πρόκειται για την μία δημιουργική ενέργεια του Θεού που ο κολασμένος την αντιλαμβάνεται ως μίσος ή ως τιμωρία, λόγω της πορωμένης ψυχής του ενώ ο θεούμενος την αντιλαμβάνεται ως αγάπη, ευτυχία, παρρησία και παραμυθία. Έτσι οι φίλοι(αγιασμένοι) του Θεού τον βλέπουν και διακατέχονται από ανεννόητη ηδονή, ενώ οι κολασμένοι δεν μπορούν να τον δουν και ζουν ανεκλάλητη οδύνη.
O Μέγας Βασίλειος συγκρίνει το κτιστό κάλλος του ήλιου με το άκτιστο κάλλος του ήλιου της δικαιοσύνης, δηλαδή της βασιλείας του Θεού. Κατανοεί λοιπόν κανείς ποια χαρά δοκιμάζουν όσοι έχουν την θεά του νοητού ήλιου και ποια θλίψη έχουν όσοι δεν έχουν αυτήν την θέα. Όπως χαίρονται αυτοί που βλέπουν στην παρούσα ζωή τον κτιστό ήλιο και λυπούνται όσοι είναι τυφλοί και αδυνατούν να τον δουν.
Η Αγία Γραφή κάνει λόγο για τις οδύνες των ακόλαστων που προκαλούνται από το θείο πύρ. Πρόκειται για κτιστή φωτιά, όπως υποστηρίζει ο Αυγουστίνος ή για μία παραστατική, συμβολική εικόνα ειλλημένη από την κτιστή πραγματικότητα? Είναι προφανές για την ορθοδοξία πως το πυρ της κόλασης είναι άκτιστο ως άκτιστη ενέργεια του Θεού. Βέβαια οι σχολαστικοί θεολόγοι είχαν και ίσως έχουν άλλη άποψη διότι θεωρούσαν πως το πυρ της κόλασης είναι κτιστό και ότι στον παράδεισο ο άνθρωπος βλέπει την θεία ουσία. Συγκεκριμένα ο Θωμάς Ακινάτης στην Σούμμα του δηλώνει πως ο δεδοξασμένος ανθρώπινος οφθαλμός δύναται να θεωρεί την ουσία του Θεού .
Είναι πλέον πασιφανείς οι διαφορετικές ερμηνείες που δίνουν οι δυτικοί θεολόγοι σε σχέση προς τους ορθόδοξους θεολόγους. Οποιαδήποτε σύγχυση και ταύτιση ορθόδοξης και δυτικής θεολογίας επιφέρει επισφαλή συμπεράσματα και οδηγεί σε άτοπες θεολογικές προεκτάσεις. Επιπλέον είναι και άκρως αντιεπιστημονικό να προβάλλονται δυτικές απόψεις ως ορθόδοξες και το αντίστροφο.
O παράδεισος δεν είναι μία απλή μεταθανάτια επιβίωση της ανθρώπινης ύπαρξης ούτε μία ευδαιμονιστική κατάσταση. Η αθανασία του ανθρωπίνου προσώπου που αποκτάται μέσω της μετοχής στον αδαπάνητο και ατελεύτητο Τριαδικό Θεό δεν είναι μόνο η διάσωση της ύπαρξης αλλά κατεξοχήν είναι ένα γίγνεσθαι ελευθερίας, μία συνεχής επ’ άπειρον κίνηση προς τον Θεό , είναι ολοκλήρωση και τελείωση του ανθρώπου, είναι πορεία προς το καθ’ ομοίωσιν Θεού. Το άπειρο, όσον αφορά τον Θεό, δεν ερμηνεύεται φιλοσοφικά. Σύμφωνα με την φιλοσοφία είναι το όν, μία αυθύπαρκτη πραγματικότητα που δεν έχει αρχή και τέλος. Στην θεολογία όμως αυτός ο ορισμός του απείρου δεν επαρκεί διότι ο Θεός δεν είναι μόνο άπειρος αλλά και άκτιστος. Ως άκτιστος είναι αδαπάνητος, κτίζει και ουσιώνει συνεχώς τα όντα, κινείται ενεργειακά προς τα κτιστά όντα αιωνίως. Λόγω της απειρότητας και της άκτιστης ιδιότητας του Θεού το κάθε έλλογο κτιστό όν που μετέχει στον Θεό δεν πρόκειται να νοιώσει κορεσμό, τουλάχιστο στην παραδείσια κατάσταση ή στην φάση της τελείωσης. Γι΄ αυτό και στην παραδείσια κατάσταση δεν θα υπάρχει κορεσμός, ούτε μία στατική κατάσταση αλλά συνεχής πρόοδος και τελείωση των ελλόγων όντων διά της μετοχής στον Θεό. Η πατερική θεολογία δεν δέχεται αυτήν την προκοπή του ανθρώπου στην όραση της θείας δόξας με τρόπο μαγικό ή μηχανικό. Ο Θεός είναι δημιουργός και κυρίαρχος της ζωής.
Κυριαρχεί στην φύση αλλά λόγω του σεβασμού Του προς το αυτεξούσιο των ελλόγων όντων, δεν κυριαρχεί στην βούληση. Γι’ αυτό η ανάσταση δεν αφορά μόνο μία δήθεν κάστα εκλεκτών, αλλά είναι οικουμενικό και καθολικό γεγονός. Ο Θεός παρέχει το είναι και το εύ είναι, δηλαδή την ύπαρξη και την καλή ύπαρξη. Το είναι το παρέχει πάντοτε δίχως να ρωτήσει τα όντα ενώ το εύ είναι(τελείωση) είναι υπόθεση της ανθρώπινης βούλησης. Όπως ο Θεός δεν ρώτησε κανέναν για την δημιουργία έτσι δε θα ρωτήσει και για την αναδημιουργία, την κατάργηση του θανάτου και την ανάσταση των κεκοιμημένων .
Ο Θεός δεν εξαγιάζει αναγκαστικά την βούληση, εξού και η ύπαρξη της κόλασης, όπου πρόκειται για μία κατάσταση αναστημένων ανθρώπων με αρρωστημένη βούληση. Ενώ ο παράδεισος είναι μία κατάσταση αναστημένων θεούμενων ανθρώπων με αγιασμένη βούληση. Η βούληση των κολασμένων δεν μπορεί να εξαγιασθεί βιαίως από τον Θεό, διότι όπως επισημαίνει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος «και το καλόν ου καλόν, όταν μή καλώς γέννηται», δηλαδή το καλό δεν είναι καλό εάν δεν γίνεται με καλό τρόπο .
Σεβόμενος ο Θεός την ελευθερία του ανθρώπου, δεν επεμβαίνει στο αυτεξούσιό του. Εν τέλει η αποκατάσταση της φύσης είναι έργο του Τριαδικού Θεού, ενώ η θεραπεία της βούλησης είναι αποτέλεσμα της συνεργίας ανθρώπου και θείας Χάριτος.
Mετά θάνατον ζωή την έχουν αποκαλέσει και είναι η βαθιά ριζωμένη πεποίθηση πως ένα ουσιαστικό κομμάτι της ταυτότητας ή της συνείδησής μας συνεχίζει να ζει ακόμα και μετάτο τέλος του φθαρτού σώματος. Οι θρησκείες επιμένουν εξάλλου πως η επίγεια ζωή δεν είναι παρά ένα προπαρασκευαστικό στάδιο για τον «άλλο» κόσμο, τον αιώνιο, τον αληθινό, τον παντοτινό. Και είναι οι πράξεις μας στο σύντομο αυτό πέρασμά μας από τη ζωή που θα καθορίσουν την τύχη μας όταν η ψυχή ή το πνεύμα περάσει στο επέκεινα.
   

    Ο θάνατος δεν είναι λοιπόν το τέλος, παρά ένα πέρασμα σε μια άλλη σφαίρα, μια σφαίρα που έχουν βαλθεί να περιγράψουν οι πάντες, από τα θρησκευτικά δόγματα και τη μεταφυσική μέχρι και κάθε εσωτερική, ερμητική και μυστικιστική λατρεία. Είναι ωστόσο οι μεγάλες αφηγήσεις για το υπέρτατο ον που μονοπωλούν όχι μόνο το ενδιαφέρον, αλλά και την ίδια την ουσία της μετά θάνατον κατάστασης. Ο Θεός, ή ένας θεός τέλος πάντων, που θα καθορίσει με την πάνσοφη κρίση του τα ανθρώπινα πεπραγμένα στη Γη απονέμοντας την αιώνια επιβράβευση ή τα παντοτινά μαρτύρια.

Τον Παράδεισο ή την Κόλαση, κοντολογίς, έννοιες που έχουν ριζώσει στο φαντασιακό μας για περισσότερο απ’ όσο μπορεί να θυμηθεί ο άνθρωπος. Έννοιες κοσμολογικές, εσχατολογικές, υπερβατικές και εξόχως θρησκευτικές που περιλαμβάνουν τα πάντα, από θεούς, δαίμονες, αγίους και προγόνους μέχρι φριχτά βασανιστήρια και εσαεί τιμωρίες. Από τη μία έχουμε τον ιερό Παράδεισο, το ανώτατο μέρος όπου πηγαίνουν οι ενάρετοι και οι δίκαιοι, και από την άλλη την καταραμένη Κόλαση, αυτόν τον κάτω κόσμο που κανείς δεν θέλει να βρεθεί εντός του. Πώς γεννήθηκαν όμως αυτές οι έννοιες; Τις έφερε πράγματι στις βαλίτσες του ο χριστιανισμός ή μήπως προϋπήρχαν ως δοξασίες σε ακόμα πιο αρχαίες θρησκευτικές πεποιθήσεις. Στη δική μας γλώσσα για Παράδεισο πρωτομίλησε ο Ξενοφώντας, τόσο στην «Κύρου Ανάβαση» και την «Κύρου Παιδεία» όσο και τα «Ελληνικά» του, αναφερόμενος στους περιφραγμένους λειμώνες (λιβάδια) του πέρση βασιλιά.

 
Ως «Παράδεισο» απέδωσαν αργότερα οι Έλληνες λόγιοι στην κοινή ελληνιστική τον εβραϊκό Κήπο της Εδέμ, τον τόπο όπου τοποθέτησε ο Θεός τους Πρωτόπλαστους, στη σπουδαιότερη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης («Εβδομήκοντα») στα ελληνικά.
Όσο για την Κόλαση, εκεί που τιμωρούνται οι αμαρτωλοί και οι φαύλοι, μαθαίνουμε γι’ αυτή από τον Ματθαίο (25:46): «απελεύσονται ουτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον». Ο Μάρκος μάς λέει μάλιστα (9:47) πως πρέπει να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για να μη βρεθούμε εκεί, ακόμα και τα μάτια μας να βγάλουμε αν είναι αυτά που θα μας φέρνουν στην αμαρτία: «και εαν ο οφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, έκβαλε αὐτόν· καλόν σοί έστι μονόφθαλμον εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού, ή τους δύο οφθαλμούς έχοντα απελθείν εις την γέενναν του πυρός».
Αλλά και ο Ιωάννης δεν μασά καθόλου τα λόγια του στην «Αποκάλυψή» του (21:8) για το τι εστί Κόλαση: «Οι δειλοί όμως, οι άπιστοι, οι βδελυροί, οι φονιάδες, οι πόρνοι, οι μάγοι, οι ειδωλολάτρες κι όσοι αντιστρατεύονται την αλήθεια, θα ’χουν το μερίδιό τους στη λίμνη που καίγεται με φωτιά και θειάφι. Αυτός είναι ο δεύτερος θάνατος». Ο πιστός χριστιανός ξέρει καλά τι είναι ο Παράδεισος και η Κόλαση, αν και οι έννοιες φαίνεται να προϋπάρχουν του χριστιανισμού. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν άλλωστε τον Άδη τους, τον κύριο του Κάτω Κόσμου που λειτούργησε ως βάση για πολλές θρησκευτικές κολάσεις. Αλλά και ο ζωροαστρισμός φαίνεται πως έχει επηρεάσει βαθύτατα τις αβρααμικές θρησκείες, ως παλαιότερος των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών παραδόσεων και κυρίαρχο ρεύμα στη Μεσοποταμία. Και ήταν αυτός πιθανότατα που μας κληροδότησε τη βάση για τον Παράδεισο και την Κόλαση, μπολιάζοντας τα μυαλά των πρώτων πιστών των άλλων θρησκειών με την αιώνια ανταμοιβή ή το μαρτύριο της ψυχής μετά το μοιραίο. Να πώς κατάλαβαν και μεταμόρφωσαν τον Παράδεισο και την Κόλαση του Ζωροάστρη μια σειρά από μεγάλες και ιστορικές θρησκείες…

Ιουδαϊσμός

H Παλαιά Διαθήκη κάνει ελάχιστες και αποσπασματικές αναφορές για τα μετά της ζωής, καθώς αυτό που κυρίως την ενδιαφέρει είναι η επίγεια ζωή και η άμεση, φυσική και συγκεκριμένη επιβράβευση ή τιμωρία για τις πράξεις σου σε αυτόν τον κόσμο (όπως μας λέει, για παράδειγμα, στο Λευιτικόν 26:3-9 και το Δευτερονόμιο 11:13-15).

Κι έτσι ό,τι έχουμε από την ιουδαϊκή ιδέα περί Παραδείσου δεν είναι παρά ερμηνείες μεταγενέστερων. Αυτοί μας λένε, για παράδειγμα, πως οι εβραίοι έχουν Παράδεισο, μόνο που θα συμβεί μόνο μετά την έλευση του Μεσσία, όταν οι νεκροί σηκωθούν από τους τάφους τους. «Σαμάγιμ» (ουρανοί) είναι στα εβραϊκά ο τόπος όπου κατοικεί ο Θεός και οι άγγελοί του, αλλά και οι ενάρετοι νεκροί, μόνο που δεν μας λέει η Πεντάτευχος τίποτα περισσότερο.
Τα ιερά κείμενα των ιουδαίων δεν περιλαμβάνουν ενδείξεις για τη μετά θάνατον ζωή και όταν αυτή αναφέρεται, είναι σε ραβινικές ερμηνείες που ήρθαν αρκετές εκατοντάδες χρόνια αργότερα. Η Τορά αναφέρει ωστόσο πως ο Αβραάμ, ο Ισμαήλ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Μωϋσής και ο Ααρών συνάντησαν τους ανθρώπους τους μετά θάνατον. Αυτή η κοινή συνάντηση ερμηνεύτηκε ως κάτι διαφορετικό από τον απλό θάνατό τους. Αυτό δεν σημαίνει πως ο ιουδαϊσμός πιστεύει πως ο φυσικός θάνατος είναι το τέλος του ανθρώπου, δεν έχει απλώς συνεκτική εξήγηση για το τι ακριβώς συμβαίνει στην ψυχή. Κάποιας μορφής ανταμοιβή φαίνεται πάντως να υπάρχει και έχει να κάνει με τον Κήπο της Εδέμ, που δεν είναι ωστόσο ο ίδιος με τον Παράδεισο του Αδάμ και της Εύας. Η εβραϊκή Κόλαση είναι ωστόσο πιο επαρκώς καθορισμένη από τον Παράδεισο, και πάλι όμως οι αναφορές της ενυπάρχουν κυρίως στον εβραϊκό μυστικισμό (Καμπαλά) και όχι στον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης. Η Κόλαση των ιουδαίων φαίνεται να είναι κάτι σαν καθαρτήριο, μια μεταβατική κατάσταση δηλαδή που δεν έχει τον τελεσίδικο χαρακτήρα του χριστιανισμού. Και προσλαμβάνεται περισσότερο συμβολικά παρά κυριολεκτικά. Η εβραϊκή Βίβλος αναφέρεται και πάλι ελάχιστα στην έννοια της Κόλασης, περιγράφοντάς τη απλώς ως το μέρος όπου κατοικούν οι ψυχές των νεκρών. Η Καμπαλά, που δεν περιλαμβάνεται στα επίσημα κείμενα της θρησκείας, εξηγεί πάντως πως Κόλαση υπάρχει και είναι μια κοιλάδα όπου θυσιάζονται παιδιά στον δαίμονα Μολώχ. Και πάλι έχει όμως μια μεταβατική φύση, καθώς κανείς δεν παραμένει εκεί εις το διηνεκές. Στον «Εκκλησιαστή» και τον «Ιώβ» αναφέρεται μάλιστα πως όλοι οι νεκροί πάνε στο μέρος αυτό με τις φωτιές που καίνε, είτε ήταν καλοί είτε κακοί στη ζωή, είτε δούλοι είτε ελεύθεροι, είτε φτωχοί είτε πλούσιοι. Οι βιβλικοί μελετητές μάς λένε πως ο πρώιμος εβραϊσμός δεν είχε καν έννοιες για τη μετά θάνατον ζωή και τις απέκτησε κατά τα ελληνιστικά χρόνια, από την επαφή του με τα ελληνικά βασίλεια…

Χριστιανισμός

Οι πιστοί χριστιανοί πιστεύουν πως ξέρουν πώς είναι υποτίθεται ο Παράδεισος, μόνο που η πεποίθησή τους δεν είναι ακριβώς σωστή. Ο Παράδεισος των χριστιανών έλκει την καταγωγή του από την Ιερουσαλήμ με τις 12 πύλες, καθεμία εκ των οποίων έχει το όνομα μιας από τις φυλές του Ισραήλ, αλλά και έναν άγγελο για φύλακα.
Έχει ακόμα 12 πηγές, για καθέναν από τους αποστόλους, αλλά και ένα πελώριο τείχος φτιαγμένο από υλικά που δεν συναντάς στη Γη. Εκεί θα βρεις το ποτάμι με το «νερό της ζωής», που πηγάζει από τον Θρόνο του Θεού, και τα δέντρα που παράγουν κάθε μήνα τα «φρούτα της ζωής». Όποιος ζει στον Παράδεισο, έχει το όνομα του Θεού γραμμένο στο μέτωπό του και δεν νιώθει πόνο. Ούτε χύνει δάκρυα.
Ο Παράδεισος των χριστιανών είναι ένας τόπος γαλήνης. Αντανακλά μάλιστα τις ρίζες της θρησκείας στον ιουδαϊσμό, καθώς περιλαμβάνει μια πόλη που ονομάζεται Νέα Ιερουσαλήμ, την οποία περιγράφει διεξοδικά η Αποκάλυψη του Ιωάννη. Έχει υποστηριχθεί πάντως από σπουδαίους θεολόγους πως πολλά από αυτά λειτουργούν ως μεταφορές και ο Παράδεισος δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να εκλαμβάνεται ως ένας πραγματικός τόπος «εκεί πάνω». Αλλά και πως δεν είναι η τελική κατοικία των ενάρετων, καθώς όλα θα κριθούν μετά τη Δευτέρα Παρουσία.
Η Κόλαση των χριστιανών μοιάζει αρκετά με τον Κάτω Κόσμο των αρχαίων Ελλήνων. Με φωτιές ολόγυρα, εκεί καίγονται και βασανίζονται αιωνίως οι ψυχές των αμαρτωλών.

Ο Μάρκος την περιγράφει χαρακτηριστικά ως το μέρος που δεν σβήνει ποτέ η φλόγα. Στον καθολικισμό μάλιστα αρκετές ιδέες περί Κολάσεως έχουν προέλθει από την «Κόλαση» του Δάντη.

Η Καινή Διαθήκη την αφηγείται πάντως ως συνδυασμό της εβραϊκής ιδέας περί αιώνιας φωτιάς (Γέεννα) και της αρχαιοελληνικής ως αιώνιας τιμωρίας (Άδης). Για τον καθολικισμό είναι περισσότερο η τιμωρία της απομάκρυνσης της ψυχής από τον Θεό και το καλό, καθώς για να βρεθεί κάποιος στο εσωτερικό της πρέπει να πεθάνει ως αμαρτωλός και να μην έχει μετανοήσει για τα κρίματά του. Μόνο που αυτή η Κόλαση έχει και μεταβατικό και τελεσίδικο χαρακτήρα, καθώς μετά τη Μέρα της Κρίσης και την ανάσταση των νεκρών εκεί θα καταλήξουν οι ψυχές όσων κριθούν ακατάλληλοι για τον Παράδεισο. Και θα ζήσουν εις το διηνεκές διαχωρισμένοι από τον Θεό, κάτι που δέχονται όλα τα δόγματα της χριστιανικής πίστης…

Ισλαμισμός
Αν ζήσεις τη ζωή σου ως ενάρετος μουσουλμάνος, τότε θα περάσεις την αιωνιότητα σε έναν κήπο όπου η θερμοκρασία είναι πάντοτε ιδανική. Εκεί, στους άνετους χρυσοποίκιλτους καναπέδες, θα σε περιμένουν καλοσχηματισμένες κοπέλες με μεγάλα, όμορφα μάτια και μεταξωτά φορέματα, θα γεύεσαι όλα τα καλά του κόσμου και θα περιβάλλεσαι από όλους σου τους αγαπημένους.
Η ισλαμική εκδοχή του Παραδείσου είναι ο τελικός τόπος προορισμού του ενάρετου και του ευσεβούς πιστού και έχει πολλά κοινά με τον εβραϊκό Κήπο των Πρωτόπλαστων. Οι μουσουλμάνοι χρησιμοποιούν αρκετές λέξεις για να περιγράψουν διάφορες βαθμίδες του Παραδείσου, οι οποίες έχουν αποκτήσει με τον χρόνο το ίδιο πάνω-κάτω νόημα. Ο δικός τους Παράδεισος είναι ένας τόπος που εκλαμβάνεται κυριολεκτικά, ένα μαγικό μέρος όπου πραγματοποιούνται όλες οι επιθυμίες σου. Εκεί θα ζήσεις αιώνια ευτυχισμένος, χωρίς να έχεις ποτέ αρνητικά συναισθήματα.
Η μουσουλμανική κοσμολογία αναγνωρίζει 7 στρώματα στον Παράδεισο και άλλα 7 στην Κόλαση. «Ουρανούς» τους αποκαλεί το Κοράνι και εκεί καταλήγουν οι ενάρετοι μετά τον θνητό θάνατό τους. Υπάρχουν ωστόσο αρκετές διαφοροποιήσεις εντός του ισλαμισμού. Οι σουφιστικές παραδόσεις, για παράδειγμα, τοποθετούν τον Παράδεισο μετά τον έβδομο ουρανό, μεταξύ ογδόου και ενάτου. Στο Κεφάλαιο (Σουράτ) 21:30, για παράδειγμα (αλλά και στο 67:5), μαθαίνουμε πως ο κατώτατος ουρανός είναι το Σύμπαν, το οποίο έχει πάνω του άλλους έξι ουρανούς.
Το Κοράνι βρίθει από αναφορές (13:15, 18:31, 38:49-54, 35:33-35, 52:17-27, 78:31-34) για τις ανταμοιβές της ισλαμικής Εδέμ. Ο κήπος περιλαμβάνει ποτάμια, φρούτα και παχυλές σκιές, αλλά και κοπέλες (ή παρθένες, σε κάποιες μεταφράσεις) που περιμένουν τον πιστό. Οι μουσουλμάνοι απορρίπτουν μάλιστα την έννοια του Προπατορικού Αμαρτήματος, πιστεύοντας πως κάθε άνθρωπος γεννιέται καθαρός. Τα παιδιά που πεθαίνουν πηγαίνουν αυτομάτως στον Παράδεισο, ανεξαρτήτως της θρησκείας των γονέων τους.
Για τους μωαμεθανούς το ισοζύγιο καλών και κακών πράξεων είναι μετρήσιμο και όσο πιο πολύ κλίνει ο ζυγός προς το καλό, σε τόσο ανώτερη παραδείσια βαθμίδα θα φτάσει η άφθαρτη ψυχή. Ακόμα και η κατώτερη βαθμίδα του Παραδείσου όμως λέγεται πως είναι τουλάχιστον εκατό φορές καλύτερη από την επίγεια ζωή. Στην έβδομη μάλιστα βαθμίδα, τα σπίτια των ανθρώπων χτίζονται από χέρια αγγέλων με αποκλειστικό δομικό υλικό τον χρυσό.

Από την άλλη, υπάρχει η Κόλαση. Παράδεισος και Κόλαση αναφέρονται συνήθως στα ίδια εδάφια του Κορανίου και σε χτυπητή αντίθεση μεταξύ τους. H Κόλαση του μωαμεθανού είναι ένας τόπος για τους κακούς με τις γνώριμες φωτιές που επικρατούν στις αβρααμικές θρησκείες. Από αυτή την Κόλαση δεν γλιτώνει ο καταδικασμένος, καθώς όποιος προσπαθήσει να αποδράσει θα υποστεί χειρότερα βασανιστήρια. Και τα βασανιστήρια είναι εδώ όσο πιο φριχτά παίρνει.
Η φωτιά δεν είναι άλλωστε παρά η αρχή των βασανιστηρίων, μιας και πρόκειται ουσιαστικά για ένα πύρινο τείχος που περιβάλλει τους φαύλους. Όποιος διαμαρτύρεται, λούζεται με καυτό νερό, «καυτό σαν λιωμένο ορείχαλκο», το οποίο καίει το πρόσωπό του. Αν και γίνεται χειρότερο, μιας και οι κολασμένοι φορούν πύρινα ρούχα και μαστιγώνονται με σιδερένιες ράβδους.
Το Κοράνι μάς λέει πως όλα αυτά θα συμβούν κατά τη Μέρα της Κρίσης, όταν ο κόσμος θα καταστραφεί και όλοι, ζωντανοί και νεκροί, θα κριθούν από τον Αλλάχ. Στην Κόλαση θα κατευθυνθούν όλοι οι άθεοι, όσοι έχουν παραβεί τους θείους νόμους ή έχουν απορρίψει τις Γραφές. Οι «εχθροί του Ισλάμ» στέλνονται κατευθείαν στην Κόλαση μετά τον θάνατό τους.
Ο βαθμός του βασανισμού έγκειται στην ποσότητα των αμαρτιών που θα έχει διαπράξει στον βίο του ο κολασμένος και τα δεινά που θα υποστεί δεν είναι μόνο σωματικά, αλλά και πνευματικά.
Και η Κόλαση έχει εφτά επίπεδα, αλλά και εφτά πύλες, τις οποίες διαβαίνουν διαφορετικές κατηγορίες αμαρτωλών, αν και εδώ υπάρχει μερίδα θεολόγων που αμφισβητούν τη μονιμότητα της Κόλασης για την καταδικασμένη ψυχή, πιστεύοντας πως είναι και στον μουσουλμανισμό μια μεταβατική κατάσταση κάθαρσης, ώστε να μετανοήσει ο άνθρωπος, να συγχωρεθεί και να μετακομίσει τελικά στον Παράδεισο…

Ινδουισμός
Οι θρησκευτικές παραδόσεις της Ανατολής δεν έχουν συνήθως προσδιορισμένους Παραδείσους, καθώς εκλαμβάνονται συμβολικά ως αποδέσμευση από τα δεινά της ύπαρξης. Οι ινδουιστές πιστεύουν εξάλλου στη μετενσάρκωση και ο Παράδεισος αποκτά εδώ την έννοια της απελευθέρωσης από τον αέναο αυτό κύκλο της ζωής. Και ο μόνος τρόπος να ξεφύγεις από τις απανωτές ζωές είναι μέσω του διαφωτισμού.
Στον ινδουισμό (βραχμανισμό) υπάρχει μια απόλυτη πραγματικότητα που υπερβαίνει την αισθητηριακή εμπειρία. Όλα είναι ρευστά και εύπλαστα και εξελίσσονται μάλιστα στον ιστορικό χρόνο, καθώς η θρησκεία έχει μεταμορφωθεί εντυπωσιακά από την αρχαιότητα ως και τις μέρες μας, ανταποκρινόμενη στην εκάστοτε εποχή.
Ιερά κείμενα δεν υπάρχουν, με τον τρόπο τουλάχιστον των δυτικών μονοθεϊστικών θρησκειών, παρά «δρόμοι σωτηρίας» για το σώμα και το πνεύμα. Για τους ινδουιστές εξάλλου ο κόσμος φτάνει συνεχώς σε ένα τέλος και αρχίζει πάλι από την αρχή, με τον ρευστό αυτό χωροχρόνο να μην αφήνει περιθώρια για παγιωμένες και προϋπάρχουσες καταστάσεις.
Σύμφωνα πάντως με τα παλαιότερα κείμενα της θρησκείας, τις Βέδες, αυτό που θα θεωρούσαμε ως Παράδεισο εμείς οι Δυτικοί είναι ένα συμβολικό μέρος που σε απελευθερώνει από την πλάνη του επίγειου κόσμου. Οι πράξεις μας (κάρμα) είναι αυτές που μας συνδέουν με τον πλαστό αισθητό κόσμο -καθώς αγνοούμε τον άλλο, τον αληθινό- και μας αναγκάζουν στον ατέρμονο αυτό κύκλο ζωής και αναγέννησης, από τον οποίο δύσκολα γλιτώνεις.
Μόνο αν αποδεσμευτείς από την άγνοιά σου και συνειδητοποιήσεις την πραγματική, υπερβατική, ζωή θα απαλλαχθείς από το φορτίο της ύπαρξης. Σε κάποια ινδουιστικά δόγματα υπάρχουν ωστόσο περισσότερο ορισμένοι Παράδεισοι, μια σαφής ινδουιστική κοσμολογία δηλαδή, που αποτελείται από οχτώ επίπεδα. Μια σειρά από παραδεισένιους κόσμους κοντολογίς όπου περνούν λίγο καιρό οι δίκαιοι και οι ενάρετοι μέχρι την επόμενη μετενσάρκωσή τους.
Αυτοί που έχουν κάνει καλό δηλαδή στο συγκεκριμένο επίγειο πέρασμά τους, μόνο που δεν είναι έτοιμοι ακόμα για το μεγάλο βήμα της απελευθέρωσης. Κάποιες ινδουιστικές παραδόσεις μιλούν για τον Παράδεισο, την υψηλότερη βαθμίδα των ουράνιων κόσμων, και είναι το μέρος όπου θα κατοικήσει η απελευθερωμένη ψυχή μέσα στην αιώνια ομορφιά και το φως. Για τον ινδουισμό δεν είναι τελικός σκοπός ο Παράδεισος, καθώς όπου υφίσταται δεν είναι παρά εφήμερος και συνδέεται με το σώμα. Ο Παράδεισος είναι κι αυτός ατελής λοιπόν, άλλο ένα όνομα για την εγκόσμια υλική ζωή. Πάνω από τον επίγειο κόσμο υπάρχουν εξάλλου κι άλλοι νοητοί κόσμοι και πολλά μπορούν να συμβούν από την αλληλεπίδρασή τους.

Παράδεισος και Κόλαση στην Ορθόδοξη Παράδοση Πρωτ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών


Την Κυριακή της Απόκρεω «μνείαν ποιούμεθα της δευτέρας και αδεκάστου παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Η φράση «μνείαν ποιούμεθα» του Συναξαρίου βεβαιώνει, ότι η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, βιώνει στη λατρεία της τη Β’ Παρουσία του Χριστού μας ως «γεγονός» και όχι ως κάτι το ιστορικά αναμενόμενο. Και αυτό, διότι με τη Θεία Ευχαριστία μεθιστάμεθα στην ουράνια βασιλεία, στη μεταϊστορία. Σ’ αυτή την προοπτική προσεγγίζεται ορθόδοξα και το θέμα: παράδεισος-κόλαση.
Στα Ευαγγέλια (Ματθ.κεφ.25) γίνεται λόγος για «βασιλεία» και «πυρ αιώνιον». Στην περικοπή αυτή, που διαβάζεται στη Λειτουργία της Κυριακής της Απόκρεω, «βασιλεία» είναι ο κατά Θεόν προορισμός του ανθρώπου. Το «πυρ» είναι «ητοιμασμένον» για τον διάβολο και τους αγγέλους του (δαίμονες), όχι διότι το θέλησε ο Θεός, αλλά διότι αυτοί δεν μετανοούν. Η «βασιλεία» είναι «ητοιμασμένη» για τους πιστούς στο θέλημα του Θεού. «Βασιλεία» (=άκτιστη δόξα) είναι ο παράδεισος, «πυρ» (αιώνιο) είναι η κόλαση («κόλασις αιώνιος»,στ.46). Στην αρχή της ιστορίας ο Θεός καλεί στον παράδεισο, στην κοινωνία με την άκτιστη Χάρη Του. Στο τέλος της ιστορίας ο άνθρωπος αντιμετωπίζει παράδεισο και κόλαση. Τι σημαίνει αυτό θα το δούμε στη συνέχεια. Σπεύδουμε όμως να πούμε, ότι είναι κεντρικότατο θέμα της πίστεως μας, λυδία λίθος του Χριστιανισμού ως Ορθοδοξίας.
1. Ο λόγος για παράδεισο και κόλαση στην Καινή Διαθήκη είναι συχνός. Στο Λουκ.23,43 ο Χριστός λέει στον ληστή: «σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω». Στο παράδεισο όμως αναφέρεται και ο ληστής λέγοντας(23.42): «μνήσθητι μου Κύριε […] εν τη βασιλεία σου». Κατά τον Βουλγαρίας Θεοφύλακτο (P.G.123,1106) «ο γαρ ληστής έστι μεν εν παραδείσω, ήτοι τη βασιλεία». Ο Απ. Παύλος (Β’Κορ. 12, 3-4) ομολογεί ότι ήδη σ’ αυτόν τον κόσμο, «ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Στην Αποκάλυψη διαβάζουμε «Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο έστιν εν τω παραδείσω του Θεού μου» (2,7) Και ο Αρέθας Καισαρείας ερμηνεύει: «παράδεισον την μακαρίας και αιωνίζουσαν εκληπτέον ζωήν». (P.G. 106,529). Παράδεισος-αιώνιος ζωή-βασιλεία Θεού ταυτίζονται.
Για την κόλαση: Ματθ.25.46 («εις κόλασιν αιώνιον»), 25,41 (πυρ αιώνιον), 25,30 «σκότος εξώτερον», 5,22 «γέεννα πυρός». Α΄ Ιω. 4,18 («…ότι ο φόβος κόλασιν έχει»). Με όλους αυτούς τους τρόπους δηλώνεται αυτό που εννοούμε με τον όρο «κόλασις».
2. Παράδεισος και κόλαση δεν είναι δυο διαφορετικοί τόποι. Αυτή η εκδοχή είναι ειδωλολατρική. Είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις (τρόποι), που προκύπτουν από την ίδια άκτιστη πηγή και βιώνονται ως δυο διαφορετικές εμπειρίες. Ή μάλλον είναι η ίδια εμπειρία, βιούμενη διαφορετικά από τον άνθρωπο, ανάλογα με τις εσωτερικές προϋποθέσεις του. Η εμπειρία αυτή είναι η θέα του Χριστού μέσα στο άκτιστο φως της θεότητάς Του, μέσα στη «δόξα» Του. Από τη Β’ Παρουσία και σ’ όλη την ατελεύτητη αιωνιότητα, όλοι οι άνθρωποι θα βλέπουν τον Χριστό στο άκτιστο φως Του. Και τότε «εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάσταστιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιω.5.29). Ενώπιον του Χριστού χωρίζονται οι άνθρωποι («πρόβατα» και «ερίφια», δεξιά και αριστερά Του). Διακρίνονται δηλαδή σε δύο ομάδες. Αυτούς που βλέπουν τον Χριστό ως παράδεισο («υπέρκαλον αγλαΐαν») και αυτούς που Τον βλέπουν ως κόλαση («πυρ καταναλίσκον», Εβρ.12,29).
Παράδεισος και κόλαση είναι η ίδια πραγματικότητα. Αυτό δείχνει ο εικονισμός της Β΄ Παρουσίας. Από τον Χριστό απορρέει ένας ποταμός, φωτεινός ως χρυσίζον φως, στο άνω μέρος, όπου βρίσκονται οι άγιοι και ποταμός πύρινος στο κάτω μέρος, όπου βρίσκονται οι δαίμονες και οι αμετανόητοι («οι μηδέποτε μετανοήσαντες», όπως λέγει ένα τροπάριον των Αίνων της ημέρας). Γι’ αυτό στο Λουκ. 2,34 λέγεται περί του Χριστού ότι «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Ο Χριστός γίνεται σε άλλους μεν, όσους Τον δέχθηκαν και ακολούθησαν την προτεινόμενη από Αυτόν θεραπεία της καρδιάς, ανάστασις στην αιώνια ζωή Του και σ’ όλους που Τον απέρριψαν, πτώση και κόλαση.
Πατερικές μαρτυρίες: Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (Κλίμαξ) λέγει, ότι το άκτιστο φως του Χριστού είναι «πυρ καταναλίσκον και φωτίζον φως». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Ε.Π.Ε 11,498) παρατηρεί: «Ούτος, φησί, βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι Αγίω και πυρί· τω φωτιστικώ δηλονότι και κολαστικώ, κατ’ αξίαν εκάστου της εαυτού διαθέσεως κομιζομένου το κατάλληλον». Και αλλού (Συγγράμματα, εκδ. Χρήστου, Β’ σ.145): Το φως του Χριστού «ει δ’ εν ον, τοις πάσιν μεθεκτόν, ου ενιαίως, αλλά διαφόρως μετέχεται…».
Συνεπώς, παράδεισος και κόλαση δεν είναι απλώς ανταμοιβή και τιμωρία (καταδίκη), αλλά ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε καθένας μας τη θέα του Χριστού, ανάλογα με την κατάσταση της καρδιάς μας. Ο Θεός ουσιαστικά, δεν τιμωρεί, μολονότι για παιδαγωγικούς λόγους και στη Γραφή γίνεται λόγος για τιμωρία. Όσο πνευματικότερος γίνεται κανείς, τόσο ορθότερα κατανοεί τη γλώσσα της Γραφής και της παραδόσεώς μας. Η κατάσταση του ανθρώπου (καθαρός-ακάθαρτος, μετανοημένος-αμετανόητος) συντελεί στο να δεχόμεθα το Φως του ως παράδεισο ή κόλαση.
3. Το ανθρωπολογικό πρόβλημα στην Ορθοδοξία είναι, πώς ο άνθρωπος θα βλέπει αιώνια τον Χριστό ως παράδεισο και όχι ως κόλαση. Πώς θα μετέχει, δηλαδή, στην ουράνια και αιώνια «βασιλεία» Του. Και εδώ φαίνεται η διαφορά του Χριστιανισμού ως Ορθοδοξίας από τα διάφορα θρησκεύματα. Τα τελευταία υπόσχονται κάποια «ευδαιμονία» και μάλιστα μετά θάνατον. Η Ορθοδοξία δεν είναι ζήτηση ευδαιμονίας, αλλά θεραπεία από την αρρώστια της θρησκείας, όπως συνεχώς κηρύσσει πατερικά ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Η Ορθοδοξία είναι ένα ανοικτό νοσοκομείο μέσα στην ιστορία («ιατρείον πνευματικόν» κατά τον Ι. Χρυσόστομο), που προσφέρει τη θεραπεία της καρδίας (κάθαρση) για να προχωρήσει κανείς στον «φωτισμό» της από το Άγιο Πνεύμα και τελικά να φθάσει στη «θέωση», τον μοναδικό προορισμό του ανθρώπου. Αυτή η πορεία, όπως πληρέστατα έχουν περιγράψει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης και ο Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος (Βλάχος), είναι η θεραπεία του ανθρώπου, όπως την βιώνουν όλοι οι Άγιοι μας.
Η ζωή στο σώμα του Χριστού (στην Εκκλησία) αυτό το νόημα έχει. Αυτός είναι ο λόγος υπάρξεως της Εκκλησίας. Σ’ αυτό αποβλέπει όλο το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Δ’ Ομιλία περί Β’ Παρουσίας) λέγει, ότι η προαιώνια βουλή του Θεού για τον άνθρωπο είναι να «χωρήσαι την μεγαλειότητα της θείας βασιλείας». Να φθάσει ο άνθρωπος στη θέωση. Αυτός είναι ο σκοπός της δημιουργίας. Και συνεχίζει «Αλλά και η θεία και απόρρητος κένωσις, η θεανδρική πολιτεία, τα σωτήρια πάθη, τα μυστήρια πάντα (δηλαδή όλο το επί γης έργο του Χριστού) δια τούτο το τέλος (σκοπό) προμηθώς (προνοητικώς) και πανσόφως προωκονόμηται».
4. Σημασία όμως έχει, ότι δεν ανταποκρίνονται όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτή την πρόσκληση του Χριστού και γι’ αυτό δεν μετέχουν όλοι κατά τον ίδιο τρόπο στην άκτιστη δόξα Του. Αυτό διδάσκεται από τον Χριστό στην παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου (Λουκ, κεφ. 16). Ο άνθρωπος αρνείται την προσφορά του Χριστού, γίνεται εχθρός του Θεού και απορρίπτει την προσφερόμενη από τον Χριστό σωτηρία (Αυτό είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, διότι εν Αγίω Πνεύματι δεχόμεθα την κλήση του Χριστού). Αυτοί είναι οι «μηδέποτε μετανοήσαντες» του ύμνου. Ο Θεός «ουδέποτε εχθραίνει», παρατηρεί ο Ι. Χρυσόστομος, εμείς γινόμασθε εχθροί Του (εχθραίνομεν), Τον απορρίπτουμε. Ο αμετανόητος άνθρωπος δαιμονοποιείται, επειδή αυτός το επιλέγει. Ο Θεός δεν το θέλει αυτό. Γρηγόριος Παλαμάς: «…ου γαρ εμόν εστί τούτο προηγούμενον θέλημα, ουκ εις τούτο υμάς εποίησα, ουκ εφ’ υμάς ητοίμασα την πυράν· δια τους αμετάβλητον έχοντας της κακίας την έξιν δαίμονας προανκαύθη το άσβεστον πυρ, οις υμάς συνήψεν η κατ’ εκείνους αμετανόητος γνώμη». «Αυθαίρετος (=εκούσια) εστίν η μετά των πονηρών αγγέλων συμβίωσις» (όπ.π) Είναι δηλαδή ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου.
Πλούσιος και Λάζαρος βλέπουν την ίδια πραγματικότητα, τον Θεό στο άκτιστο φως Του. Ο πλούσιος φθάνει στην Αλήθεια, στη θέα του Χριστού, αλλά δεν μπορεί να μετάσχει σ’ αυτήν, όπως ο Λάζαρος. Ο Λάζαρος «παρακαλείται» (παρηγορείται), εκείνος όμως «οδυνάται» (βασανίζεται). Ο λόγος του Χριστού «έχουσι Μωσέα και τους προφήτας», για αυτούς που είναι ακόμη στον κόσμο αυτό, σημαίνει ότι όλοι είμεθα αδικαιολόγητοι. Διότι υπάρχουν οι Άγιοι, που έχουν την εμπειρία της θεώσεως και μας καλούν να ενταχθούμε στον τρόπο της δικής τους ζωής και να φθάσουμε στη θέωση, όπως εκείνοι. Άρα, οι κολαζόμενοι, όπως ο πλούσιος, είναι αδικαιολόγητοι.
Η στάση προς τον συνάνθρωπο δείχνει την εσωτερικότητα του ανθρώπου και για αυτό είναι το κριτήριο της Κρίσεως κατά τη Β’ Παρουσία (Ματθ. Κεφ. 25). Δεν σημαίνει ότι, παραθεωρείται η πίστη, η πιστότητα του ανθρώπου στον Χριστό. Αυτή προϋποτίθεται, διότι η στάση απέναντι στον άλλο δείχνει, αν έχουμε Θεό μέσα μας ή όχι(πρβλ ανάλογες φράσεις στην ποτισμένη από την ορθοδοξία γλώσσα μας: ο αθεόφοβος· δεν έχει Θεό μέσα του…) Οι πρώτες Κυριακές του Τριωδίου στρέφονται γύρω από τη στάση μας απέναντι στον συνάνθρωπο. Την πρώτη Κυριακή ο Φαρισαίος (φαινομενικά ευσεβής) δικαιώνει (αγιοποιεί) τον εαυτό του και απορρίπτει (εξουθενώνει) τον Τελώνη. Την β’ Κυριακή ο «πρεσβύτερος» αδελφός (επανάληψη του ευσεβοφανούς Φαρισαίου) λυπείται για την επιστροφή (σωτηρία) του αδελφού του. Φαινομενικά ευσεβής και αυτός, είχε νόθο ευσέβεια, που δεν γεννούσε αγάπη. Την γ’ Κυριακή (Απόκρεω) η στάση αυτή φθάνει στο κριτήριο της αιώνιας ζωής μας.
5. Η εμπειρία του παραδείσου ή της κολάσεως είναι υπέρ λόγον και αίσθησιν. Είναι άκτιστη πραγματικότητα και όχι κτιστή. Οι Φράγκοι έπλασαν τον μύθο, ότι και ο παράδεισος και η κόλαση είναι κτιστές πραγματικότητες. Μύθος είναι, ότι οι κολαζόμενοι δεν θα βλέπουν τον Θεό, ως και ο λόγος περί απουσίας του Θεού. Οι Φράγκοι επίσης εξέλαβαν το πυρ της κολάσεως ως κτιστό (π.χ. ο Δάντης). Η ορθόδοξη παράδοση μένει πιστή στη Γραφή, ότι και οι κολασμένοι θα βλέπουν τον Θεό (π.χ. ο πλούσιος της παραβολής), αλλά ως «πυρ καταναλίσκον». Οι Φράγκοι σχολαστικοί δέχθηκαν την κόλαση ως τιμωρία και στέρηση της λογικής ενοράσεως της θείας ουσίας. Βιβλικά όμως και πατερικά κόλαση είναι η αποτυχία του ανθρώπου και η άρνησή του να συνεργασθεί με τη Θεία Χάρη, για να φθάσει στη «φωτιστική» θέα του Θεού (παράδεισος) και στην ανιδιοτελή αγάπη (πρβλ. Α’ Κορ. 13.8: «ου ζητεί τα εαυτής»). Δεν υπάρχει συνεπώς απουσία Θεού, παρά μόνο παρουσία Του. Γι’ αυτό είναι φρικτή η Β’ Παρουσία («Ω ποία ώρα τότε…», ψάλλουμε στους Αίνους). Είναι πραγματικότητα αδιάψευστη, στην οποία είναι μόνιμα προσανατολισμένη η Ορθοδοξία («προσδοκώ ανάσταστιν νεκρών…»).
Οι κολαζόμενοι, όσοι έχουν πώρωση καρδίας, όπως οι Φαρισαίοι (Μαρκ. 3,5: «εν τη πωρώσει της καρδίας αυτών») βλέπουν αιώνια το πυρ ως σωτηρία! Διότι η κατάστασή τους δεν επιδέχεται άλλη μορφή σωτηρίας. «Τελειούνται» και αυτοί, φθάνουν στο «τέλος» της πορείας τους, αλλά μόνο οι δίκαιοι τελειώνονται σωζόμενοι. Εκείνοι τελειώνονται κολαζόμενοι. Σωτηρία γι' αυτούς είναι η κόλαση, αφού στη ζωή της επεδίωξαν μόνο την ευδαιμονία. Ο πλούσιος της παραβολής «απήλαυσε τα αγαθά του». Ο Λάζαρος υπέμεινε αγόγγυστα «τα κακά». Αυτό εκφράζει ο Απ. Παύλος (Α΄ Κορ. 3,13-15): «Εκάστου το έργον, οποίον εστί το πυρ αυτό δοκιμάσει. Ει τίνος του έργον μένει, ο επωκοδόμησεν, μισθόν λήψεται· ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός». Δίκαιοι και αμετανόητοι περνούν από το άκτιστο «πυρ» της θείας παρουσίας. Ο ένας όμως περνά αλώβητος, ο δε άλλος καίγεται. «Σώζεται», αλλά όπως περνά κανείς μέσα από τη φωτιά. Ο Ευθύμιος Ζιγαβινός (ιβ’ αι.) παρατηρεί σχετικά: «Πυρ τον Θεόν ως φωτίζοντα μεν και λαμπρύνοντα τους καθαρούς, φλογίζοντα δε και σκοτίζοντα τους ρυπαρούς». Και ο Θεοδώρητος Κύρου για το «σωθήσεται» γράφει: «σωθήσεται δια πυρός και αυτός δοκιμαζόμενος», όπως δηλαδή περνά κανείς μέσα από τη φωτιά. Αν έχει κάλυμμα κατάλληλο δεν καίγεται, διαφορετικά «σώζεται» μεν, αλλά τσουρουφλισμένος!
Το πυρ της κολάσεως, συνεπώς, δεν έχει σχέση με το φραγκικό «πουργατόριο» (καθαρτήριο), ούτε κτιστό είναι, ούτε τιμωρία, ούτε κάποια ενδιάμεση κατάσταση. Μια τέτοια θεώρηση είναι μετάθεση της ευθύνης στον Θεό. Η ευθύνη είναι όλη δική μας, αποδοχή ή απόρριψη της προσφερόμενης από τον Θεό σωτηρίας (θεραπείας). Ο «πνευματικός θάνατος» είναι η θέα του ακτίστου φωτός, της θείας δόξης, ως πυρός, φωτιάς. Ο άγιος Ι. Χρυσόστομος, στον Θ’ Λόγο του στην Α’ Κορινθ. Σημειώνει: «αθάνατος η κόλασις…οι αμαρτάνοντες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον. Το δε «κατακαήσεται», τουτ’ έστιν, ουκ οίσει (δεν θα αντέξει) του πυρός την ρώμην». Και συνεχίζει: «Ο δε λέγει (δηλαδή ο Παύλος), τούτο εστιν· ουχί και αυτός ούτως απολείται, ως τα έργα, εις το μηδέν χωρών(=στην ανυπαρξία), αλλά μένει εν τω πυρί. Σωτηρία γουν το πράγμα καλεί… Και γαρ και ημίν έθος λέγειν «εν τω πυρί σώζεται», περί των μη κατακαιομένων ευθέως υλών».
Οι σχολαστικές αντιλήψεις-ερμηνείες, που μέσω του έργου του Δάντη (Κόλαση) πέρασαν και στο δικό μας χώρο, έχουν συνέπειες που φθάνουν σε ειδωλολατρικές εκδοχές. Π.χ. ο χωρισμός παραδείσου-κολάσεως, ως δυο διαφορετικών τόπων. Αυτό γίνεται λόγω της μη διακρίσεως κτιστού και ακτίστου. Επίσης η άρνηση της αιωνιότητας της κολάσεως, με την έννοια της «αποκαταστάσεως» των πάντων ή με την έννοια του «καλού Θεού» (Bon Dieu). Ο Θεός είναι όντως «αγαθός» (Ματθ. 8,17), αφού προσφέρει σωτηρία σ’ όλους. «Πάντας θέλει σωθήναι…» (Α’ Τιμ. 2,4). Είναι φοβερός όμως ο λόγος του Χριστού μας, που ακούεται στις κηδείες: «Ου δύναμαι απ’ εμαυτού ποιείν ουδέν· καθώς ακούω κρίνω και η κρίσις η εμή δικαία εστίν» (Ιω. 5.30). Πλαστή είναι εξάλλου και η έννοια της «θεοδικίας», που εφαρμόζεται σ’ αυτή την περίπτωση. Όλα ανάγονται τελικά στον Θεό (θα σώσει ή θα κολάσει), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η «συνέργεια» ως παράγων σωτηρίας. Σωτηρία είναι δυνατή μόνο στα όρια συνεργίας-συνεργασίας του ανθρώπου με τη Θεία Χάρη.
Κατά τον Ι. Χρυστόστομο, «Το πλέον, σχεδόν δε το παν, του Θεού εστίν, ημίν δε μικρόν τι αφήκεν». Αυτό το «τι» είναι η αποδοχή της προσκλήσεως του Θεού. Ο ληστής σώθηκε «βαλών κλείδα το, μνήσθητί μου»! Ειδωλολατρική είναι και η αντίληψη για Θεό οργιζόμενο κατά του αμαρτωλού, ενώ ο Θεός, όπως είδαμε. «ουδέποτε εχθραίνει». Αυτή είναι δικανική αντίληψη για τον Θεό, που οδηγεί και στην εκδοχή των «επιτιμίων» στην εξομολόγηση ως ποινών και όχι ως φαρμάκων (θεραπευτικών μέσων).
6. Το μυστήριο παραδείσου-κολάσεως βιώνεται και στη ζωή της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Στα μυστήρια πραγματοποιείται μέθεξη του πιστού στη Χάρη, για να ενεργοποιηθεί η Χάρη στη ζωή μας με την εν Χριστώ πορεία μας. Κυρίως δε στη Θ. Ευχαριστία το άκτιστο, η θεία κοινωνία, γίνεται μέσα μας ή παράδεισος ή κόλαση, ανάλογα με την κατάστασή μας. Κυρίως η μετοχή στη θεία κοινωνία είναι μετοχή στον παράδεισο ή την κόλαση μέσα στην ιστορία. Γι' αυτό συνδέεται η μετοχή στη θεία κοινωνία με την όλη πνευματική πορεία του πιστού. Όταν προσερχόμεθα ακάθαρτοι και αμετανόητοι, κολαζόμασθε (καιόμεθα). Γίνεται δε μέσα μας η Θεία Κοινωνία «κόλαση» και «πνευματικός θάνατος». Όχι διότι μεταβάλλεται σε κάτι τέτοιο φυσικά, αλλά διότι η ακαθαρσία μας δεν μπορεί να τη δεχθεί ως "παράδεισο" Δεδομένου δε ότι η θεία κοινωνία ονομάζεται «φάρμακον αθανασίας» (άγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, β’ αι..), συμβαίνει ακριβώς ό,τι και με ένα φάρμακο. Αν ο οργανισμός μας δεν έχει προϋποθέσεις να το δεχθεί, τότε παρενεργεί το φάρμακο και αντί να θεραπεύει, σκοτώνει. Όχι διότι ευθύνεται αυτό, αλλά η κατάσταση του οργανισμού μας. Πρέπει δε να λεχθεί, ότι αν δεν δεχθούμε τον χριστιανισμό ως θεραπευτική διαδικασία και τα μυστήρια ως φάρμακα πνευματικά, τότε οδηγούμεθα στη θρησκειοποίηση του χριστιανισμού, δηλαδή στην ειδωλολατρικοποίησή του. Και αυτό δυστυχώς γίνεται συχνότατα, όταν νοούμε τον χριστιανισμό ως «θρησκεία».
Η παρούσα ζωή εξάλλου, αξιολογείται από το φως του διδύμου παραδείσου/ κολάσεως. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνη αυτού» συνιστά ο Χριστός μας (Ματθ .6.33). «Προς ετέρου βίου παρασκευήν άπαντα πράττομεν…» λέγει ο Μ. Βασίλειος στους Νέους (κεφ.3) Η ζωή μας πρέπει να είναι διαρκής προετοιμασία για τη μετοχή στον «παράδεισο», δηλαδή στην κοινωνία με το Άκτιστο (πρβλ. Ιωάν. 17.3) Και αυτό αρχίζει ήδη στον κόσμο αυτό. Γι’ αυτό λέγει ο απ. Παύλος: «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ 6.2). Κάθε στιγμή της ζωής μας έχει σωτηριολογική σημασία. Ή κερδίζουμε την αιωνιότητα, την αιώνια κοινωνία με τον Θεό, ή τη χάνουμε. Γι' αυτό τα ανατολικά θρησκεύματα και λατρείες που κηρύσσουν μετενσαρκώσεις, αδικούν τον άνθρωπο. Διότι μεταθέτουν το πρόβλημα σε άλλες (ανύπαρκτες φυσικά) ζωές. Μία ζωή όμως υπάρχει, στην οποία ή σωνόμαστε ή χανόμαστε. Γι’ αυτό συνεχίσει ο Μ. Βασίλειος: «α μεν ουν αν συντελή προς τούτον (=τον βίον) ημίν, αγαπάν τε και διώκειν παντί σθένει χρήναι φαμέν, τα δε ουκ εξικνούμενα προς εκείνον, ως ουδενός άξια παροράν». Αυτό είναι το κριτήριο του χριστιανικού βίου. Ο Χριστιανός επλέγει συνεχώς ό,τι συντελεί στη σωτηρία του. Σ’ αυτή τη ζωή κερδίζουμε τον παράδεισο ή τον χάνουμε και καταλήγουμε στην κόλαση. Γι’ αυτό λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης «Ο πιστεύων εις αυτόν ου κρίνεται· ο μη πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μη πεπίστευκεν εις το όνομα του μονογενούς υιού του Θεού» (3,18)
Έργο της Εκκλησίας, συνεπώς, δεν είναι να «στέλνει» στον παράδεισο ή στην κόλαση, αλλά να ετοιμάζει τον άνθρωπο για την τελική κρίση. Το έργο του Κλήρου είναι θεραπευτικό και όχι ηθικολογικό-ηθικοπλαστικό, με την κοσμική έννοια του όρου. Η ουσία της εν Χριστώ ζωής διατηρείται στα μοναστήρια, όταν είναι φυσικά ορθόδοξα, δηλαδή πατερικά. Σκοπός της προσφερόμενης από την Εκκλησία θεραπείας δεν είναι η δημιουργία «χρηστών» πολιτών και κατ’ ουσίαν ευχρήστων, αλλά πολιτών της ουράνιας (άκτιστης) βασιλείας. Αυτοί είναι οι Ομολογητές και οι Μάρτυρες, οι αληθινοί πιστοί, οι Άγιοι.
Έτσι όμως ελέγχεται και η ιεραποστολή μας. Πού καλούμε; Στην Εκκλησία-Νοσοκομείο/ Θεραπευτήριο ή σε μια ιδεολογία, που ονομάζεται χριστιανική; Αντί για θεραπεία ζητούμε συνήθως εξασφάλιση θέσεως στον «παράδεισο». Γι’ αυτό ασχολούμεθα με τελετές και όχι με θεραπεία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια απόρριψη της λατρείας. Αλλά χωρίς άσκηση (ασκητικό βίο, πράξη θεραπείας) ή λατρείας δεν μπορεί να μας αγιάσει. Μένει ανενέργητη μέσα μας η απορρέουσα από αυτήν χάρη. Η Ορθοδοξία δεν υπόσχεται ότι στέλνει τον άνθρωπο σε κάποιο παράδεισο ή σε κάποια κόλαση, αλλά έχει τη δύναμη, όπως φαίνεται στα άφθαρτα και θαυματουργικά λείψανα των Αγίων της (αφθαρσία= θέωση), να προετοιμάσει τον άνθρωπο, ώστε να βλέπει αιώνια την Άκτιστη Χάρη και Βασιλεία του Χριστού ως παράδεισο και όχι ως κόλαση.
DamX Home | Οικονομία | Κοινωνία | Πολιτική | Υγεία
Search | eLerning | Βιβλιοθήκες | Sociology | Education
Χρηματιστήριο | Πολιτισμός | Εκδηλώσεις | Σχόλια | Σχολεία
Policy | Συζητήσεις | Εξετάσεις | Φωτογραφίες | Υπουργεία
Biography
| Help | Ευρώπη | Χρήσιμες Πληροφορίες | Καιρός
Copyright © 2002-2024 by Damx/Privacy Statement
Top of the page