|
|
ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΩΝ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ |
-https://www.youtube.com/watch?v=WXyxhWvBRxY |
Βυζάντιο ονομάζεται το χριστιανικό κράτος της ελληνορωμαϊκής Ανατολής που αναδύθηκε μέσα από τους κόλπους του Ρωμαϊκού Κράτους. Οι όροι Βυζάντιο και Βυζαντινοί είναι μεταγενέστεροι. Οι κάτοικοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αυτοπροσδιορίζονταν με ονομασίες που δηλώνουν τη ρωμαϊκή προέλευση του κράτους (Ρωμαίοι / Ρωμηοί, Ρωμανία, Πολιτεία / Κράτος Ρωμαίων).
Οι σημαντικότεροι σταθμοί στην πορεία της μεταμόρφωσης του Ρωμαϊκού σε Βυζαντινό Κράτος είναι η εξίσωση των δικαιωμάτων των Χριστιανών με τα δικαιώματα των άλλων θρησκευτικών ομάδων και η ίδρυση της Κωνσταντινούποληςεπί Κωνσταντίνου Α', η ανάδειξη του Χριστιανισμού σε κρατική θρησκεία και η διαίρεση της αυτοκρατορίας επίΘεοδοσίου Α' (379 - 395).
Στη διάρκεια του 4ου και του 5ου αι. το ανατολικό τμήμα του κράτους απέκρουσε την απειλή των Γερμανών, απέκτησε θρησκευτική ομοιογένεια, εξασφάλισε οικονομική σταθερότητα και παρέμεινε μεγάλη διεθνήςδύναμη ως τα μέσα του 6ου αι. Αντίθετα, η ίδρυση των γερμανικών βασιλείων στη ρωμαϊκή Δύση επέφερε την πτώση της (τέλη 5ου αι.).Μεγάλη δραστηριότητα ανέπτυξε το Βυζάντιο επί Ιουστινιανού Α' (527 - 565). Ο αυτοκράτορας ενίσχυσε την κεντρική εξουσία και επιδίωξε να ανασυστήσει τη Ρωμαϊκή Οικουμένη, καταλύοντας τα γερμανικά κράτη, αλλά οι μεγάλες πολεμικές δαπάνες εξάντλησαν το κράτος.
Προς τα τέλη του 6ου αι. εκδηλώθηκε στο Βυζάντιο μια πολύπλευρη κρίση που οδήγησε σε βαθιές μεταβολές και εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις (7ος αι.). Σημαντική μείωση της βυζαντινής ισχύος επέφεραν και οι αραβικές κατακτήσεις στα χρόνια της δυναστείας του Ηρακλείου.
Βαθμιαία η φυσιογνωμία του κράτους μεταβλήθηκε: το Ρωμαϊκό Κράτος απομακρύνθηκε από τις λατινικές και παγανιστικές του ρίζες και μεταμορφώθηκε σε
XΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ, ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ
α. Θρησκευτική πολιτική
Οι οπαδοί του Χριστιανισμού συγκροτούσαν τη δυναμικότερη πληθυσμιακή ομάδα της Ανατολής. Η νέα αυτή θρησκεία φαινόταν ότι μπορούσε να αποκαταστήσει την κλονισμένη ενότητα του Ρωμαϊκού Κράτους.
Για το λόγο αυτό ο Κωνσταντίνος έδειξε ευνοϊκή στάση προς τον Χριστιανισμό. Συγκεκριμένα μετά τη νίκη του επί του Μαξεντίου (312) μετέφερε το μονόγραμμα του Χριστού (Χριστόγραμμα), σημαντικό χριστιανικό σύμβολο, από τη στρατιωτική σημαία (λάβαρον) στα νομισματά του και εξέδωσε νόμους ευνοϊκούς για τους Χριστιανούς.
Πάντως η σθεναρή αντίσταση των οπαδών της αρχαιας θρησκείας που εντοπίζονται τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, ιδίως στους κόλπους της συγκλητικής αριστοκρατίας της Ρώμης, δεν επέτρεψε στον Κωνσταντίνο να υιοθετήσει μια καθαρή θρησκευτική στάση ως το τέλος της ζωής του.
Η συνοικία της Κωνσταντινούπολης Συκεαί (Πέραν ή Γαλατάς). Βιβλίο της Εκστρατείας του Σουλεϊμάν.
Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης.
Σαν ακρίδες πέφταν οι λαοί,/ Μέλισσες εκεί λαοί πετούσαν,/και ήτανε, πανώρια, δυο γιαλών αφροκάμωτη νεράιδα,/ κι ήσουν Εσύ, Πόλη, ω Πόλη! Και ήτανε της γης το περιβόλι. Κ. Παλαμάς, Ο δωδεκάλογος του Γύφτου.θρησκείας που εντοπίζονται τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, ιδίως στους κόλπους της συγκλητικής αριστοκρατίας της Ρώμης, δεν επέτρεψε στον Κωνσταντίνο να υιοθετήσει μια καθαρή θρησκευτική στάση ως το τέλος της ζωής του.
Το Διάταγμα των Μεδιολάνων που βασίστηκε σε συμφωνία του Κωνσταντίνου και του Λικινιου (313), αναγνώρισε στους Χριστιανούς ελευθερία άσκησης της λατρείας τους και έτσι εξίσωσε τα δικαιώματά τους με αυτά των άλλων θρησκειών του Ρωμαϊκού Κράτους. Οι διωγμοί Χριστιανών πάντως έπαυσαν εντελώς, μόνο όταν ο Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτορας στο Ρωμαϊκό Κράτος (324).
Ένα χρόνο αργότερα (325) ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε στη Νίκαια της Βιθυνίας σύνοδο (συνέδριο) επισκόπων απ' όλες τις επαρχίες του Οικουμενικού Ρωμαϊκού Κράτους• γι' αυτό η σύνοδος ονομάστηκε
Αργυρό νόμισμα με το Χριστόγραμμα (στο επάνω μέρος της
περικεφαλαίας του Κωνσταντίνου) και την ένσταυρη σφαίρα,
σύμβολο της εκχριστιανισμένης ρωμαικής οικουμένης .
Μόναχο, Νομισματική Συλλογή.
1
. Ποια κτίσματα της Κωνσταντινούπολης υπογραμμίζουν τη σχέση της με τη Ρώμη και ποια το χριστιανικό της χαρακτήρα; Ποιο κτίσμα τέλος παραπέμπει στον ιδρυτή της;
2 . Η Ύστερη Αρχαιότητα χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη και αλληλεπίδραση πολλών θρησκειών μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (συγκρητισμός). Πώς επηρέασε το φαινόμενο αυτό την προσωπική περίπτωση του Κωνσταντίνου Α', σύμφωνα με το τελευταίο παράθεμα;
Θρησκευτική στάση του Κωνσταντίνου
Ο Κωνσταντίνος Α' [...] έγινε Χριστιανός μόλις το χρόνο που πέθανε. Κατά τη διάρκεια της ζωής του παρέμεινε Ανώτατος Αρχιερέας (ανώτατος αξιωματούχος της ρωμαϊκής θρησκείας) και χρησιμοποιούσε τις εκφράσεις Ημέρα του Ήλιου και Ανίκητος Ήλιος, που, την περίοδο αυτή, συνήθως εννοούσαν τον θεό των Περσών, τον Μίθρα, του οποίου η λατρεία είχε διαδοθεί σε όλη την αυτοκρατορία [...]. Είναι βέβαιο ότι ο Κωνσταντίνος υπήρξε υποστηρικτής της και ότι κληρονόμησε την αφοσίωσή του αυτή από την οικογένεια του. Πιθανόν ο Ανίκητος Ήλιος ήταν ο Απόλλων.
A. Α. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 324-1453, Αθήνα 1954, 70.
Παρεμβατική οικονομική πολιτική, εκχρηματισμένη οικονομία, μεγάλοι γαιοκτήμονες, πάροικοι, μακρινό εμπόριο, μπαχαρικά, γερμανικό πρόβλημα, αντιγερμανικό κόμμα, Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης, Θεοδοσιανός Κώδικας.
Κατά τον 4ο και 5ο αι. μ. Χ. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξακολουθούσε να είναι κυρίως ένα μεσογειακό κράτος. Οι αυτοκράτορες, που είχαν την έδρα τους στην Κωνσταντινούπολη, προσπάθησαν να τονώσουν την οικονομία και να λύσουν τα πολιτικά προβλήματα της εποχής τους.
Σημαντικοί αυτοκράτορες
Ιουλιανός (361-363), Θεοδόσιος Α' (379-395), Θεοδόσιος
Β' (408-450), Ζήνων (474-491), Αναστάσιος (491-518), Ιουστινος Α' (518-527)
α. Οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα
Η οικονομία του Πρώιμου Βυζαντινού Κράτους είχε τα παρακάτω χαρακτηριστικά:Η ενοικίαση της γης από τον πάροικο ήταν χρονικά απεριόριστη και κληρονομική. Συγχρόνως ο πάροικος ήταν προσδεμένος στο χωράφι που καλλιεργούσε.
Οι φόροι έπλητταν βαρύτερα τον αγροτικό από τον αστικό πληθυσμό και ανάγκαζαν πολλούς αγρότες να εγκαταλείπουν τη γη τους και να καταφεύγουν στις μονές ή να διογκώνουν τον πληθυσμό των μεγαλουπόλεων. Έτσι ο πολυάριθμος πληθυσμός των πόλεων υπέφερε από τη φτώχεια και γι' αυτό συχνά προκαλούσε ταραχές. Για να αποτρέψουν τέτοιες εκδηλώσεις, οι αρχές των μεγαλουπόλεων και ειδικά της Κωνσταντινούπολης συνήθιζαν να διανέμουν δωρεάν σιτάρι και να οργανώνουν θεάματα στον Ιππόδρομο.
Από την άλλη μεριά η επέκταση της βυζαντινής επιρροής στις χώρες της Ερυθράς Θάλασσας (Αιθιοπία και Υεμένη), ιδίως στα χρόνια του Ιουστινου Α', διευκόλυνε την ανάπτυξη και αύξησε τα κέρδη του μακρινού εμπορίου. Από το δρόμο της Ερυθράς έλληνες και σύροι έμποροι μετέφεραν στις ακτές της Μεσογείου και στην Κωνσταντινούπολη τα προϊόντα πολυτελείας της Ανατολής (μετάξι, μπαχαρικά κ. ά.).
- Η κύρια πηγή πλούτου ήταν η γεωργία.
- Το κράτος ακολουθούσε παρεμβατική πολιτική, προσπαθώντας να καθορίσει τις οικονομικές εξελίξεις.
- Στις εμπορικές συναλλαγές χρησιμοποιούνταν ευρύτατα το νόμισμα. Αντίθετα οι ανταλλαγές είδους με είδος ήταν περιορισμένες (εκχρηματισμένη οικονομία).
- Στο ανατολικό τμήμα, ως τα μέσα του 6ου αι., οι πόλεις είχαν βαρύνουσα οικονομική σημασία.
Στην ύπαιθρο η γη άρχισε να συγκεντρώνεται στα χέρια των μεγάλων γαιοκτημόνων, που μετέτρεπαν τους καταχρεωμένους μικροϊδιοκτήτες σε εξαρτημένους αγρότες ή πάροικους.
Νόμισμα και εξωτερικό εμπόριο
Κάποτε (περ. 525) ένας από τους εμπόρους της Αδούλης (λιμάνι της Αιθιοπίας), ο Σώπατρος ήλθε για εμπορικές υποθέσεις στο νησί Ταπροβάνη (σημερινή Σρι Λάνκα, νότια των Ινδιών). Στο νησί είχε αγκυροβολήσει κι ένα περσικό πλοίο.Οι εμποροι της Αδούλης, ανάμεσά τους και ο Σώπατρος, αποβιβάστηκαν στη στεριά. Αποβιβάστη καν κι οι Πέρσες, ανάμεσά τους κι ένας πρεσβευτής. Έπειτα οι άρχοντες και οι τελών της χώρας τους δέχτηκαν και τους οδήγησαν μπροστά στο βασιλιά [...].
Ο βασιλιάς [...] διέταξε να του φέρουν τα δύο νομίσματα. Το βυζαντινό ήταν από καθαρό χρυσάφι, λαμπερό κι όμορφο [...]. Το περσικό μιλιαρήσιο ήταν ασημένιο και δεν μπορούσε να συγκριθεί με το χρυσό νόμισμα. [...] Ο βασιλιάς [...] επαίνεσε πολύ το βυζαντινό νόμισμα και είπε: «Πραγματικά οι Ρωμαίοι είναι και λαμπροί και ισχυροί και σοφοί». Και διέταξε να τιμηθεί εξαιρετικά ο Σώπατρος. Τον έβαλαν στη ράχη ενός ελέφαντα και τον περιέφεραν στην πόλη, ενώ χτυπούσαν τα τύμπανα. Αυτά μου τα διηγήθηκαν ο ίδιος ο Σώπατρος και οι έμποροι της Αδούλης που επισκέφθηκαν την Ταπροβάνη. Ο Πέρσης δοκίμασε μεγάλη ταπείνωση και ντροπή όταν έγιναν αυτά..
Κοσμάς Ινδικοπλεύστης, Χριστιανική Τοπογραφία, ΧΙ, 17-19, έκδ. Wolska-Conus, τόμ. 3 (Παρίσι 1973), 349-351.
β. Το γερμανικό πρόβλημα
Όταν πέθανε ο Θεοδόσιος Α' (395), το Ρωμαϊκό Κράτος χωρίστηκε σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Έτσι μοιρασμένο αντιμετώπισε ως τα τέλη του 5ου αι. τις επιθέσεις γερμανικών και άλλων φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη από τον τρίτο αιώνα να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα δύο τμήματα της αυτοκρατορίας.
Οι αυτοκράτορες του οικονομικά ισχυρότερου ανατολικού τμήματος εξουδετέρωσαν την απειλή των γερμανικών λαών, πείθοντας τους αρχηγούς τους να στραφούν προς τη Δύση ή επιτρέποντας να εγκατασταθούν ειρηνικά στα εδάφη τους. Η συμβίωση με το ελληνορωμαϊκό πληθυσμιακό στοιχείο διευκόλυνε τη σταδιακή αφομοίωση των Γερμανών.
Προβλήματα προκάλεσε στο κράτος η πολιτική του Θεοδοσίου Α' (379-395) που έδωσε στους ηγέτες των Γερμανών ανώτερες θέσεις στο στρατό και τη διοίκηση του κράτους, για να επιτύχει την ενσωμάτωσή τους. Δημιουργήθηκε έτσι σοβαρός κίνδυνος εκγερμανισμού του κράτους.
Τότε οι βυζαντινοί λόγιοι και πολιτικοί αντέδρασαν, οργανώνοντας ένα είδος πατριωτικού και αντιγερμανικού κόμματος. Το κόμμα αυτό ξεσήκωσε το λαό της πρωτεύουσας που εξόντωσε τους Γότθους και τον αρχηγό τους Γαϊνά (400). Έτσι εξουδετερώθηκε προσωρινά ο γοτθικός κίνδυνος που επανεμφανίστηκε προς τα τέλη του 5ου αι.Αντίθετα η ερημωμένη από τους πληθυσμούς της και οικονομικά εξαντλημένη Δύση υπέκυψε στα γερμανικά φύλα. Ο γερμανός Οδόακρος υποχρέωσε τον τελευταίο αυτοκράτορα της Ρώμης σε παραίτηση (476) και λίγα χρόνια αργότερα ο Θευδέριχος ίδρυσε το Οστρογοτθικό Βασίλειο με κέντρο τη Ραβέννα (493). Ήταν ένα από τα πολλά γερμανικά βασίλεια της Δύσης. Ο Θευδέριχος έφερε τον τίτλο του ρήγα (rex) και αναγνώριζε θεωρητικά την επικυριαρχία του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, αλλά στην πράξη ήταν πολιτικά ανεξάρτητος.
Γερμανικά Βασίλεια της Δύσης
Οστρογοτθικό (Ιταλία), Βουργουνδικό (Γαλλία),Φραγκικό (Γαλλία και Γερμανία), Βησιγοτθικό(Ισπανία), Βανδαλικό (Βόρεια Αφρική).
|
γ. Πολιτιστικές εξελίξεις
Ενώ στη Ρώμη, άλλοτε πνευματική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, οι επιστήμες και οι τέχνες είχαν παρακμάσει, τα πνευματικά ιδρύματα υπολειτουργούσαν και οι βιβλιοθήκες ήταν κλειστές, στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας επιβαλλόταν αργά, αλλά σταθερά το ελληνικό στοιχείο και η ελληνιστική πολιτιστική παράδοση.
Η εξέλιξη αυτή αντανακλάται σε δύο σημαντικά πολιτιστικά γεγονότα: την ίδρυση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης με διάταγμα του Θεοδοσίου Β' (425) και την έκδοση του Θεοδοσιανού Κώδικα. Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης διέθετε 16 ελληνόφωνες και 15 λατινόφωνες έδρες διδασκαλίας. Χάρη στο πνευματικό αυτό ίδρυμα, η Βασιλεύουσα άρχισε να συναγωνίζεται τις άλλες μεγάλες πόλεις της
|
|
Κεγχρεές. Το λιμάνι της Κορίνθου στον Σαρωνικό Κόλπο με τις αποθήκες του. Αναπαράσταση. ΙΕΕ, τ. 1' (Αθήνα 1978), 292-293
O Θεοδοσιανός Κώδικας, στον οποίο περιλήφθηκαν
όλα τα αυτοκρατορικά διατάγματα που είχαν εκδοθεί μετά το 312, δημοσιεύτηκε το 438. Η έκδοσή του διευκόλυνε σημαντικά την απονομή της δικαιοσύνης. Τα σωζόμενα βιβλία της συλλογής αποτελούν σήμερα πολύτιμη πηγή για τη μελέτη των κοινωνικών συνθηκών της εποχής.
Η δημοσίευση του διατάγματος (Έδικτο) των Μεδιολάνων (σημ. Μιλάνο της Ιταλίας) το οποίο υπέγραψαν οι τότε πανίσχυροι συναυτοκράτορες, της Δύσης Μ. Κωνσταντίνος και της Ανατολής Λικίνιος.
Προέβαλε την αρχή της θρησκευτικής ανεξαρτησίας, η οποία αποτελεί πανανθρώπινο δικαίωμα. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι με το διάταγμα αυτό και τις μετέπειτα ενέργειές του, ο M. Κωνσταντίνος αναδείχθηκε ο πολιτικός και ο θρησκευτικός άνδρας που σηματοδότησε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο και δημιούργησε συνθήκες που επηρέασαν διαχρονικά και στο σύνολό της την παγκόσμια ιστορία.
Δεν θα σταθούμε στο ζήτημα της νομοτυπικής δομής-μορφής της συμφωνίας των δύο αυτοκρατόρων, αφού στην προκειμένη περίπτωση προέχει το βασικό και πρωτόγνωρο και πολύ προωθημένο για την εποχή του και για την δημόσια ζωή, της θεσμικής κατοχύρωσης της θρησκευτικής ελευθερίας. Το διάταγμα αφορούσε και ευνοούσε εξ ολοκλήρου τους χριστιανούς, αφού καθιέρωνε τον χριστιανισμό ως «επιτρεπομένη θρησκεία» (religio licita). Η έκδοσή του καθιέρωνε τη θρησκευτική ανεξαρτησία, ακύρωνε όλα τα προγενέστερα διατάγματα εναντίον των χριστιανών και απέδιδε στους χριστιανούς όλους τους τόπους λατρείας που στο παρελθόν τους ανήκαν και είχαν δημευθεί. Με αυτό η χριστιανική Εκκλησία μετά από μια μαρτυρική περίοδο τριών αιώνων κατά την οποία οδηγήθηκαν στο μαρτύριο εκατομμύρια πιστών της, απέκτησε την ελευθερία της άσκησης της λατρείας της και την ελευθερία της εκπλήρωσης της κοσμοσωτήριας αποστολής της στον κόσμο. Αν θέλουμε να δούμε το ζήτημα από καθαρά νομική πλευρά θα πρέπει να σημειώσουμε ότι νομιμοποιεί την ύπαρξη του χριστιανισμού και ουσιαστικά αφαιρεί την πρωτοκαθεδρία της ειδωλολατρικής θρησκείας, ως μόνης επίσημης θρησκείας του κράτους και την κατατάσσει (υποβιβάζοντάς την) ως ομότιμη και ισότιμη με όλες τις άλλες θρησκείες.
Κατά την αναφορά του Ευσεβίου το διάταγμα όριζε: «Όταν εγώ ο Αύγουστος Κωνσταντίνος και εγώ ο Αύγουστος Λικίνιος είχαμε την ευτυχία να συναντηθούμε στα Μεδιόλανα, συζητήσαμε όλα όσα συντελούν στο συμφέρον και την ωφέλεια του δημοσίου…, αποφασίσαμε κατά πρώτο και κύριο λόγο να διατάξουμε να εξασφαλιστεί η τιμή και ο σεβασμός προς το θείο, δηλαδή να δώσουμε και στους χριστιανούς και σε όλους την ελεύθερη προτίμηση να ακολουθήσουν τη θρησκεία που θέλουν, ώστε, όποια κι αν είναι η θεότητα και η ουράνια δύναμη, να μπορέσει αυτή να προστατεύει και μας και τους υπηκόους μας. Αυτήν την βούληση κρίναμε με υγιή και ορθότατο λογισμό ώστε να μη αφαιρείται από κανένα η εξουσία να ακολουθεί και να προτιμά τη λατρεία ή τη θρησκεία των Χριστιανών…, ή σε οποιαδήποτε άλλη θρησκεία που νομίζει ο ίδιος ότι του ταιριάζει καλύτερα…». (Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, 10. 5, 4-5)
Πολλά έχουν γραφεί για τους λόγους που οδήγησαν στην έκδοση του διατάγματος των Μεδιολάνων. Οι ιστορικοί στην πλειοψηφία τους συμφωνούν ότι υπήρξαν τόσο πολιτικοί, όσο και θρησκευτικοί λόγοι. Ο Μ. Κωνσταντίνος πίστευε ότι η πολιτική ενότητα του κράτους διασαλευόταν από τους διωγμούς των χριστιανών και τις εμφύλιες συγκρούσεις που αυτοί γεννούσαν στο εσωτερικό του κράτους. Κατενόησε, ως διορατικός που ήταν, ότι ήταν αδύνατο να εξαλειφθεί ο χριστιανισμός, ο οποίος είχε διαδοθεί σε ολόκληρο το φάσμα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Είχε δε την πεποίθηση ότι η διδασκαλία του χριστιανισμού, της αγάπης, της ανοχής, της ειρήνης, εισχωρούσε σε ανθρώπους με διαφορετικές πολιτιστικές καταβολές με αποτέλεσμα να δημιουργεί ένα οικουμενικό πνεύμα αδελφοσύνης που θα εμπέδωνε σταθερότητα στο κράτος και θα βοηθούσε στην ανάπτυξη ομοιογένειας εντός αυτού.
Το κοσμοϊστορικό αυτό διάταγμα δρομολόγησε μια σειρά διατάξεων που επηρέασαν στο σύνολό της την ζωή και την πορεία της ανατέλλουσας αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης. Το χριστιανικό πνεύμα διαπότισε ολόκληρη την πολιτική και κοινωνική ζωή του κράτους. Οι χριστιανοί αποκτούσαν νομική υπόσταση και γίνονταν πραγματικοί πολίτες με πλήρη δικαιώματα και τους επιτρέπονταν η ανάληψη κρατικών αξιωμάτων. Τους επιστράφηκαν οι δημευθείσες περιουσίες, η Κυριακή κατέστη ημέρα αργίας και οι νόμοι προσαρμόστηκαν σύμφωνα με το χριστιανικό πνεύμα της αγάπης. Οι ναοί καθιερώθηκαν ως τόποι ασύλου, αναδείχθηκαν οι μεγάλες χριστιανικές εορτές ως κρατικές. Το κράτος άρχισε να επιχορηγεί το κτίσιμο ναών και ξεκίνησε η έκδοση νομισμάτων με την απεικόνιση χριστιανικών θεμάτων. Το βασικότερο, όμως, από όλα τα ανωτέρω ήταν η καθιέρωση του σεβασμού των θρησκευτικών ελευθεριών και συνεκδοχικά του σεβασμού των υπέρτατων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θεσμοθέτηση η οποία επηρέασε και επηρεάζει μέχρι σήμερα τις νομοθεσίες κρατών και τις διακηρύξεις και καταστατικούς χάρτες διεθνών οργανισμών και ιδρυμάτων που ασχολούνται με τα ζητήματα αυτά.
Σήμερα, βεβαίως που όλος ο χριστιανικός εορτάζει και προβάλλει τη σημασία του Διατάγματος αυτού θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η θρησκευτική ελευθερία είναι ακόμη ένα αγαθό ζητούμενο και όχι καθιερωμένο. Τούτη η διαπίστωση φαίνεται από τις υπάρχουσες και συνεχώς διογκούμενες παραβιάσεις των θρησκευτικών ελευθεριών και ιδιαιτέρως σε βάρος των χριστιανών, ακόμη και εντός της «χριστιανικής» Ευρώπης, η οποία ζώντας στο γαλαξιακό νεφέλωμα της πολυπολιτισμικότητας και της παγκοσμιοποίησης ρέπει συνεχώς σε απαξίωση των χριστιανικών ιδεωδών και αξιών και σε παραβίαση των χριστιανικών ελευθεριών (κατάργηση της αργίας της Κυριακής, πυρπόληση ναών, βία προς τους χριστιανούς κ.λπ.). Σε άλλες περιοχές του πλανήτη, δεν έχει καταστεί, ακόμη και σήμερα, η αποδοχή της χριστιανικής πίστης, η οποία τυγχάνει να είναι διαφορετική από την πίστη-θρησκεία της πλειοψηφίας. Εκεί δε που επικρατεί ο θρησκευτικός φανατισμός και φονταμενταλισμός, οι θρησκευτικές καταπιέσεις εναντίον των χριστιανών είναι ισχυρές, αφόρητες και καταστρεπτικές, όπως για παράδειγμα στη φλεγόμενη Μέση Ανατολή και την Αφρική.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, έχει την αυτοσυνειδησία της μεγάλης και ιστορικής σημασίας του Διατάγματος των Μεδιολάνων για την ελευθερία του ανθρώπου και γι’ αυτό μεριμνά για την πλήρη επικράτησή του και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι μετά την ανάπτυξη των διορθοδόξων σχέσεων, με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριαρχείου τέθηκε ως θέμα μεταξύ των θεμάτων με τα οποία θα ασχοληθεί η «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» της Ορθοδόξου Εκκλησίας και το ζήτημα της συμβολής «των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την επικράτησιν των χριστιανικών ιδεωδών της ειρήνης, της ελευθερίας, της αδελφωσύνης και της αγάπης μεταξύ των λαών και άρση των φυλετικών διακρίσεων».
Για όλα τα παραπάνω θα πρέπει, η επέτειος των 1700 ετών από την έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων και οι εορταστικές εκδηλώσεις μνήμης της επετείου, να αποτελέσουν αφορμή, ιδιαίτερα για την χριστιανική Ευρώπη, να προβεί σε μια εκτεταμένη και βαθύτατη ενδοσκόπηση που θα την οδηγήσει στο να ξυπνήσει πνευματικά και να κατανοήσει ότι το ζωογόνο μήνυμά το οποίο φέρει και μεταλαμπαδεύει ως τις μέρες μας το χριστιανικό πνεύμα -το οποίο επίμονα προσπαθούμε να εξοβελίσουμε από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό- της αγάπης και της ελευθερίας του ανθρώπινου προσώπου, είναι τα θεμέλιο της ύπαρξής της, το οποίο «μεταμορφώνει τους θεσμούς, την ζωήν και αναγεννά τον κόσμον» και καθιστά τον άνθρωπο τον κάθε άνθρωπο, πραγματικά ελεύθερο.
|
|
|
|
|